-
1 ἐπαείδω
A , etc.;- ᾴσω Ach.Tat.2.7
:— sing to or in accompaniment,μάγος ἀνὴρ.. ἐ. θεογονίην Hdt.1.132
; (lyr.):—[voice] Pass., Arr.An.2.16.3.2 sing as an incantation,ἃ αἱ Σειρῆνες ἐπῇδον τῷ Ὀδυσσεῖ X.Mem.2.6.11
; , cf. 77e;ἐ. ἡμῖν αὐτοῖς τοῦτον τὸν λόγον Id.R. 608a
; ἐ. τινί sing to one so as to charm or soothe him, Id.Phdr. 267d, Lg. 812c, al.:—[voice] Pass., Porph.Chr.35: abs., use charms or incantations, Pl.Tht. 157c; by means of charms,A.
Ag. 1021 (lyr.), cf. Pl.Lg. 773d, Tht. 149d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαείδω
См. также в других словарях:
επαείδω — ἐπαείδω και αττ. έπφδω (Α) [αείδω] 1. τραγουδώ για κάτι, σε κάποια ευκαιρία («άλλ ἐπάειδε Καλλίνικον ᾠδὰν ἐμῷ χορῷ», Ευ ρ.) 2. τραγουδώ ως επωδή* 3. (απολ.) χρησιμοποιώ ξόρκια, επωδές 4. (η μτχ. ως επίρρ.) ἐπαείδων και ἐπᾴδων με επωδές, με ξόρκια … Dictionary of Greek